κλάδεμα — Το σύνολο των δενδροκομικών εργασιών που πραγματοποιούνται στα ξυλώδη φυτά, με σκοπό να ρυθμιστεί η ανάπτυξή τους ή η παραγωγή καρπών. Αντικείμενα του κ. μπορούν να είναι όλα τα μέρη του φυτού, όπως κλάδοι, κλαδίσκοι, φύλλα, ρίζες, καρποί, άνθη… … Dictionary of Greek
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… … Dictionary of Greek
κλαδευτικός — ή, ό [κλαδεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κλάδεμα ή αυτός που χρησιμεύει για κλάδεμα («κλαδευτική ψαλίδα») … Dictionary of Greek
κλαδευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κλάδεμα, αυτός που χρησιμεύει για το κλάδεμα: Αγόρασε μια κλαδευτική ψαλίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπελοκλάδεμα — το κλάδευση αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κλάδεμα] … Dictionary of Greek
αμπελοτομία — η το χειμωνιάτικο κλάδεμα τών κλημάτων κατά τους αρχαίους (βλ. Αμπέλι). [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + τομία < τέμνω] … Dictionary of Greek
αμπελοτόμος — ο (Α ἀμπελοτόμος) 1. ο κατάλληλος για το κλάδεμα τών αμπελιών 2. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ο αμπελοτόμος ο αμπελοκλαδευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + τόμος < τέμνω] … Dictionary of Greek
αποκλάδιση — κ. κλάδωση, η το κλάδεμα … Dictionary of Greek
αποκλαδεύω — (Α ἀποκλαδεύω) τελειώνω το κλάδεμα αρχ. κόβω εντελώς τα κλαδιά … Dictionary of Greek